Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γουλάρης, επίθ.
-
- Φαγάς, λαίμαργος:
- τρυφηλόν με λέγουσιν, αδηφάγον, γουλάρη (Προδρ. IV 297· Κατζ. Ε´ 315).
[<ουσ. γούλα (I) + κατάλ. ‑άρης. Η λ. τον 11. αι. (LBG· πβ. αυτ. τ. ‑ιος, πιθ. τον 9. αι.), στο Du Cange App. και σήμ. ιδιωμ.]
- Φαγάς, λαίμαργος:



