Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γοργοπόδαρος, επίθ.
-
- Που έχει πόδια γρήγορα, γρήγορος:
- λαγόν … γοργοπόδαρον (Διήγ. παιδ. 45).
[<επίθ. γοργός + ουσ. ποδάρι. Η λ. και σήμ. (ΙΛ)]
- Που έχει πόδια γρήγορα, γρήγορος: