Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γονιός ο· πληθ. ονομ. γονιές.
-
- 1) (Στον εν. και πληθ.) πατέρας ή μητέρα:
- με τω γονιώ μας την ευκή (Φορτουν. Ε´ 312).
- 2) (Στον πληθ.) πρόγονοι:
- σε ταγίζει μαν εις την έρημο, ος δεν ήξεραν οι γονιές σου (Πεντ. Δευτ. VΙΙΙ 16).
[<πληθ. γονέοι. Η λ. στο Βλάχ. (‑ειός) και σήμ.]
- 1) (Στον εν. και πληθ.) πατέρας ή μητέρα: