Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλυκός
13 εγγραφές [1 - 10]
γλυκός, επίθ.· θηλ. γλυκή.
– Βλ. και γλυκύς.
  • 1) Γλυκός, ευχάριστος στη γεύση:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [66]).
  • 2) Γλυκός, ευχάριστος στην ακοή:
    • γλυκότατη φωνή (Ερωτόκρ. Α´ 398).
  • 3) Γλυκός στην όψη:
    • κόρη γλυκή (Διγ. Z 2126).
  • 4) (Προκ. για λόγια) μειλίχιος, τρυφερός:
    • (Κορων., Μπούας 61), (Λίβ. Sc. 959).
  • 5) Που προκαλεί ευχαρίστηση, ευχάριστος:
    • γλυκότατην ανάπαψη μου φέρνει το σκοτίδι (Στάθ. Α´ 307
    • Ήτον πολλά γλυκότατος (ενν. ο τόπος) απ’ αηδονίων λαλίτσες (Θησ. Δ´ [653]).
  • 6) Προσφιλής, αγαπητός:
    • Ω ταίρι μου γλυκότατο (Φαλιέρ., Ιστ. 339
    • φοβούμαι σε, γλυκιά Χώρα, ο Τούρκος μην σε πάρει (Θρ. Κύπρ. Μ 278).
  • Το ουδ. ως ουσ. = σεληνιασμός, επιληψία (αν δεν πρόκ. για κοιλόπονο):
    • (Σταφ., Ιατροσ. 13363).

[<επίθ. γλυκύς. Η λ. στο Meursius και σήμ.]

γλυκοσαλίζω.
  • Ησυχάζω, ανακουφίζομαι:
    • Ανίμενα τη λύτρωση, τ’ άρματα για ν’ αφήσου κι οι χριστιανοί για να χαρού και να γλυκοσαλίσου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 45922).

[<επίρρ. γλυκά + σαλίζω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

γλυκοσοθεμένος, μτχ. επίθ.
  • 1) (Προκ. για μάτια) γλυκός, όμορφος:
    • (Στάθ. Ιντ. α´ 7).
  • 2) (Προκ. για λόγια) γλυκός, τρυφερός:
    • (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Α´ 101 (έκδ. συ‑).)>

[<επίρρ. γλυκά + μτχ. παρκ. του σοθέτω]

γλυκόσταμα το.
  • Γλυκιά σταλαγματιά:
    • (Αχιλλ. L 552).

[επίθ. γλυκός + ουσ. στάμα]

γλυκοσταματόβρυσις η.
  • Βρύση που στάζει γλύκα·
    • (εδώ προκ. για αγαπημένο πρόσωπο):
      • (Αχιλλ. N 817 (έκδ. στο‑).)>

[<ουσ. γλυκόσταμα + βρύσις]

γλυκοσύνη η.
  • 1) (Προκ. για τραγούδι) γλυκύτητα:
    • (Θησ. Γ´ [134]).
  • 2) Τρυφερότητα:
    • φιλεί, κρατεί … και δείχνει σου καλογνωμιάν, μεγάλην γλυκοσύνην (Σπαν. (Ζώρ.) V 374).
  • 3) Ευγένεια στους τρόπους, καλοσύνη:
    • Όλους τους επροσκύνησεν μετά την γλυκοσύνην (Θησ. Ζ´ [1065]).

[<επίθ. γλυκός + κατάλ. σύνη. Η λ. στο Meursius]

γλυκοσυνοδιά η.
  • Τρυφερή σύντροφος:
    • (Ch. pop. 282).

[<επίθ. γλυκός + ουσ. συνοδιά. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

γλυκοσυντηρώ.
  • Κοιτάζω με γλυκύτητα, με συμπάθεια:
    • Απομακρεά τον χαιρετά και γλυκοσυντηρά τον (Σαχλ., Αφήγ. 380).

[<επίρρ. γλυκά + συντηρώ. Η λ. και σήμ. κρητ. (ΙΛ)]

γλυκοσύντροφος ο.
  • Αγαπητός σύντροφος:
    • (Θησ. Ε´ [383]).

[<επίθ. γλυκός + ουσ. σύντροφος]

γλυκοσυντυχαίνω.
  • Γλυκομιλώ:
    • να στέκει μετ’ εσέ, να γλυκοσυντυχαίνει (Φαλιέρ., Ρίμ. 211).

[<επίρρ. γλυκά + συντυχαίνω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες