Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκρίνια
2 εγγραφές [1 - 2]
γκρίνια η· γρίνια.
  • Εριστική διάθεση, μεμψιμοιρία:
    • με γρίνια μην ιδεί κιανείς ποτέ σου την κοπέλα (Κατζ. Β´ 330).

[<γκρινιάζω (βλ. ά.) ή <διαλεκτ. ιταλ. grigna. Ο τ. στο Βλάχ. (λ. γροί‑) και σήμ. Η λ. και σήμ.]

γκρινιάζω· ?αγρινιάζω· γρινιάζω.
  • Δυσανασχετώ, σκυθρωπιάζω, γκρινιάζω:
    • φωνιάζουσι (ενν. οι γυναίκες), γρινιάζου και μανίζου (Πανώρ. Β´ 10).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = κατσουφιασμένος, κακόκεφος, σκυθρωπός:
    • (Ερωτόκρ. Β´ 1485
    • (μεταφ.):
      • Σαν περιστέρες όντε δου … την Ανατολή θαμπή, τη Δύση γρινιασμένη (Ερωτόκρ. Δ´ 1826).

[πιθ. <γρυνίζω (βλ. ά.) ή <ουσ. γκρίνια + κατάλ. άζω· πβ. και διαλεκτ. ιταλ. grignare (Battaglia). Ο τ. γρι‑ στο Βλάχ. (γροι‑) και σήμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες