Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιοματάρι
1 εγγραφή
γιοματάρι το.
  • Βαρέλι γεμάτο κρασί:
    • (Κρασοπ. V 73).

[<ουδ. του επιθ. γιομάτος + κατάλ. άρι. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες