Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γιατρεύω· γιατρεύγω· διατρεύω· ιατρεύγω· ιατρεύω.
-
- I. Ενεργ.
- α) θεραπεύω κάπ. από αρρώστια ή τραύμα:
- (Κορων., Μπούας 63)·
- β) (μεταφ.) καταπαύω ψυχικό πάθος ή πόνο:
- τα σωθικά μου εγιάτρευγε κι όλον εδρόσιζέ με (Ερωφ. Β´ 324).
- α) θεραπεύω κάπ. από αρρώστια ή τραύμα:
- II. (Μέσ.) θεραπεύομαι (από αρρώστια):
- την τυφλότην τως … ποτέ δεν την ιατρεύουνται (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 464).
[αρχ. ιατρεύω. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- I. Ενεργ.