Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γιαρίκι(ν) το· διαρίχι(ν).
-
- Θώρακας:
- Άρματα είχασιν καλά, γιαρίκια εφορούσαν (Χρον. Μορ. P 1041).
[<παλαιότ. τουρκ. yarιk. Η λ. στο Meursius (‑ήκιον)]
- Θώρακας:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<παλαιότ. τουρκ. yarιk. Η λ. στο Meursius (‑ήκιον)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |