Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιαρίκι
1 εγγραφή
γιαρίκι(ν) το· διαρίχι(ν).
  • Θώρακας:
    • Άρματα είχασιν καλά, γιαρίκια εφορούσαν (Χρον. Μορ. P 1041).

[<παλαιότ. τουρκ. yarιk. Η λ. στο Meursius (ήκιον)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες