Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γιαρένης ο.
-
- Φίλος, σύντροφος:
- ποτέ σου να μην γένεις κεφίλης κανέναν γιαρένην σου (Συναδ. φ. 165r).
[<τουρκ. yaren, τ. του yârân, πληθ. του yâr. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Φίλος, σύντροφος: