Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γιανίσκω.
-
- Θεραπεύω, γιατρεύω:
- γιανίσκει και παρηγορά καμπόσον και βουθά τους (Κυπρ. ερωτ. 1156).
[<αόρ. του γιαίνω (βλ. ά.) + κατάλ. ‑ίσκω. Η λ. στο Meursius (‑ειν) και σήμ. κυπρ.]
- Θεραπεύω, γιατρεύω: