Επιτομή Λεξικού Κριαρά
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γεύμα(ν) το· γέμα(ν)· γιόμα· γιόμαν· γεν. εν. γιομάτου.
-
- 1) Το πρόγευμα:
- το πουρνόν … καλόν γιόμα του κάμνει (Σπαν. (Ζώρ.) V 610).
- 2) Το μεσημβρινό φαγητό, γεύμα:
- εις γιόμα τον εκάλεσεν την επιούσα ημέραν (Φλώρ. 1460).
- 3) Το μεσημέρι:
- Η κόρη δε το δειλινόν, ώραν από το γιόμαν (Αχιλλ. N 960).
[αρχ. ουσ. γεύμα. Ο τ. γέμα στο Du Cange (λ. γεύεσθαι) και γιόμα στο Meursius (γί‑). Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. (‑α) και σήμ.]
- 1) Το πρόγευμα:
- γευματίζω· γεματίζω· γιοματίζω.
-
- 1) Γευματίζω, τρώγω:
- μηδέ φαητόν εμπόρεσε ποσώς να γεματίσει (Ροδολ. Γ´ 386).
- 2) Δοκιμάζω, γνωρίζω:
- ουδέν την εγεμάτισε του Χάρου την αλμύραν (Γεωργηλ., Θαν. 380).
[<ουσ. γεύμα + κατάλ. ‑ίζω. Ο τ. γιο‑ στο Βλάχ. (γιω‑) και σήμ. ιδιωμ., καθώς και ο τ. γε‑. Η λ. σε σχόλ. (LBG), στο Du Cange (λ. γεύεσθαι) και σήμ.]
- 1) Γευματίζω, τρώγω:
- γευματινός, επίθ.· γιοματινός.
-
- Που αναφέρεται στην ώρα του γεύματος, μεσημβρινός:
- τραπέζι γιοματινόν ή δείπνον (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Λουκ. ιδ´ 12).
[<ουσ. γεύμα + κατάλ. ‑ινός]
- Που αναφέρεται στην ώρα του γεύματος, μεσημβρινός: