Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γερατειό
1 εγγραφή
γερατειό το· γεράτειο· γηρατειό· γηρατείον.
  • 1) (Στον πληθ.) γεροντική ηλικία, γεράματα:
    • το φίλο, να τον έχετε θάρρος στα γερατειά σας (Ερωτόκρ. Γ´ 1700).
  • 2)
    • α) Γέρος:
      • Τώρα εμέν το γηρατειό τις να γηροβοσκήσει; (Διγ. O 1885
    • β) γέρικο κορμί:
      • (Πεντ. Γέν. XLIV 29).

[πληθ. γερατεία <ουσ. γέρατα αναλογ. προς το πρωτεία. Η λ. στον πληθ. στο Somav. (ιά) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες