Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεννώ
1 εγγραφή
γεννώ.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Κάνω παιδιά, φέρνω στη ζωή:
        • (Ερωφ. Γ´ 150
      • β) έκφρ. άνθρωπος γεννημένος = κανείς:
        • (Σαχλ., Αφήγ. 498).
    • 2) Δημιουργώ, παράγω, προκαλώ:
      • Πιοτά βασιλικά γεννά ογιά να τους ποτίζει (Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 79
      • το γαρ πολύ της θλίψεως γεννά παραφροσύνην (Διγ. Z 807).
  • II. (Μέσ.) (για ποταμό) πηγάζω:
    • αι φλέβες οπού γεννάται ο Νείλος (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 27).

[αρχ. γεννάω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες