Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γενέσιον
1 εγγραφή
γενέσιον το.
  • Γέννηση:
    • δώματα γενεσίου (Βίος Αλ. 2333).

[εν. του αρχ. ουσ. γενέσια τα. Η λ. τον 6. αι. και σήμ. (ι) ως τοπων.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες