Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γεμάτος, επίθ.· γιομάτος.
-
- 1)
- α) Γεμάτος:
- ο αέρας ήταν εύμορφος, γεμάτος μυρωδίαν (Διγ. Άνδρ. 37517)·
- Έλαμπεν ουρανός τ’ άστρη γεμάτος (Βοσκοπ. 145)·
- β) ολοκληρωμένος:
- ο όρκος γίνεται με την χαράν γεμάτη (Ιστ. Βλαχ. 1440)·
- γ) (προκ. για το φεγγάρι) ολόγιομο, πανσέληνος:
- (Ερωτόκρ. Β´ 309)·
- δ) (προκ. για άνθος) θαλερός:
- (Διγ. Α 1557).
- α) Γεμάτος:
- 2)
- α) (Προκ. για πρόσωπο) ευτραφής, «γεμάτος»:
- (Συναδ. φ. 22v)·
- β) (προκ. για πράγματα) παχύς:
- μεσότοιχον … μακρόν, ψηλόν, γεμάτο (Παϊσ., Ιστ. Σινά 469).
- α) (Προκ. για πρόσωπο) ευτραφής, «γεμάτος»:
- 3) Σφοδρός, δυνατός:
- τον Αχιλλέαν έδωκεν γεμάτην κονταρέαν (Αχιλλ. O 568).
[<γέμω + κατάλ. ‑άτος. Ο τ. στο Meursius και σήμ. Η λ. τον 8.-10. αι. (LBG), στο Meursius (‑ο) και σήμ.]
- 1)



