Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γελαστής
1 εγγραφή
γελαστής ο.
  • Αυτός που χαριεντίζεται, που αστειεύεται:
    • (Πεντ. Γέν. XIX 14).

[αρχ. ουσ. γελαστής. Βλ. και LBG, ΙΛ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες