Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γελαστής ο.
-
- Αυτός που χαριεντίζεται, που αστειεύεται:
- (Πεντ. Γέν. XIX 14).
[αρχ. ουσ. γελαστής. Βλ. και LBG, ΙΛ]
- Αυτός που χαριεντίζεται, που αστειεύεται:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[αρχ. ουσ. γελαστής. Βλ. και LBG, ΙΛ]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |