Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαστάλδος
1 εγγραφή
γαστάλδος ο.
  • 1) Διοικητικός ή δικαστικός αξιωματούχος·
    • εδώ, επιφορτισμένος με αστυνομικά καθήκοντα, υπεύθυνος για την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων:
      • τον γαστάλδον όρισαν … να τον βλέπει (ενν. τον φουρκισμένον), διά να μηδέν τον κλέψουσι (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1720).
  • 2) Επίτροπος, έφορος εκκλησιαστικής αδελφότητας:
    • το γκόλφι της εκκλησίας … να το δώσετε του γαστάλδου (Σεβήρ., Διαθ. 19194 (έκδ. γκ‑).)>

[<βεν. gastaldo. Τ. καστάλδος (<μεσν. λατ. castaldus) τον 8.-9. αι. (Lampe· πβ. και Du Cange, λ. καστάλδος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες