Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαργαρ
2 εγγραφές [1 - 2]
γαργαρεών ο.
  • Η σταφυλή της υπερώας·
    • (εδώ συνεκδ.) λάρυγγας:
      • εξέρχεται εκ των γαργαρεώνων και εκ των μυκτήρων αυτών μογκρισμός (Μάρκ., Βουλκ. 34918).

[αρχ. γαργαρεών. Λ. γαργαλώνα η στο Somav. Τ. γαργαλιώνας, γαργάλωνας σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

γαργαρίζω.
  • «Σκούζω», βγάζω (άναρθρη) φωνή:
    • φύγε … μηδέν ειπώ και τα άλλα σου και θέλεις γαργαρίσειν (Πουλολ. 619).

[αρχ. γαργαρίζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες