Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαλακτοτροφώ
1 εγγραφή
γαλακτοτροφώ.
  • Τρέφω, ανατρέφω:
    • παρά μητρός παιδεύεται και γαλακτοτροφείται (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 95
    • (μέσ.):
      • (Βίος Αλ. 2925).

[μτγν. γαλακτοτροφέω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες