Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαλάζιος
1 εγγραφή
γαλάζιος· γαλάζος· ουδ. γαλάζιν.
  • Γαλαζοπράσινος, γαλανός:
    • κοντάριον … γαλάζιον χρυσωμένον (Διγ. Άνδρ. 31914).
  • Το ουδ. ως ουσ. = το γαλάζιο χρώμα:
    • εις την ποδέαν σου βένετον, στην ράχην σου γαλάζιν (Πουλολ. 337 κριτ. υπ).

[<επίθ. γαλάιζος (Αχμέτ 17022 κριτ. υπ.) <ουδ. μτχ. γαλαΐζον του μτγν. γαλαΐζω (DGE, LBG) <*καλαΐζω <μτγν. ουσ. κάλαϊς. Ο τ. ζος στον Αχμέτ ό.π. Η λ. στο Du Cange και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες