Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γίνομαι
1 εγγραφή
γίνομαι· γένομαι· αόρ. εγενήθην· γ´ πληθ. εγενήσαν· μτχ. γεναμένος, γινάμενος, γιναμένος.
  • 1)
    • α) Δημιουργούμαι, κατασκευάζομαι:
      • Όλοι από κρεάς και κόκκαλον είμεστε γεναμένοι (Δεφ., Λόγ. 423· Αλεξ. 2645
    • β) (προκ. για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι:
      • αυτείνη την χρονιάν λίγον κριθάρι γίνη (Διήγ. ωραιότ. 945).
  • 2) (Προκ. για διάφορα γεγονότα)
    • α) συμβαίνω, πραγματοποιούμαι:
      • όσα εγίνουντα διά εκείνην την Ελένην (Διγ. Esc. 714
      • τότε γίνεται χαρά (Απολλών. 814
    • β) προκαλούμαι:
      • Από αμαρτίας έγινεν· τέκνον ουκ εποιούσαν (Χρον. Μορ. P 8037
    • γ) παρουσιάζομαι:
      • (Αιτωλ., Μύθ. 12415).
  • 3)
    • α) (Απρόσ.) συμβαίνει να …:
      • (Ασσίζ. 2858
    • β) φρ. δεν γίνεται αν δεν …, παρά να … = είναι αδύνατον να μη …, δεν υπάρχει τρόπος να μη …:
      • (Συναδ. φ. 31r), (Δαρκές, Προσκυν. 40).
  • 4)
    • α) Έρχομαι σε νέα κατάσταση, μεταβάλλομαι:
      • (Διγ. Z 1947
      • ερνήθηκεν την πίστιν του και Χριστιανός εγένη (Διγ. Esc. 398
    • β) καθίσταμαι, αποβαίνω:
      • (Ερωτόκρ. Δ´ 612
      • εάν τα ε´ γίνουνται αβ´ , τα εζ´ τι θέλουν γένει; (Rechenb. 133
    • γ) καταντώ:
      • αιχμάλωτοι να γένομεν ογιά τα κρίματά μας (Σκλάβ. 146
    • δ) φρ. δεν έχω τι να γίνω = δε γνωρίζω τι να κάνω:
      • (Διγ. Άνδρ. 31719
    • ε) φρ. γίνομαι το ένα =
      • (α) συνάπτω δεσμό συγγένειας με γάμο:
        • (Χρον. Μορ. H 6357
      • (β) ενώνομαι με κάπ.:
        • (Χρον. σουλτ. 3114
      • (γ) πάω με το μέρος κάπ.:
        • (Παλαμήδ., Βοηβ. 564
    • στ) φρ. γίνομαι της ηλικιάς = ενηλικιώνομαι:
      • (Ερωτόκρ. Α´ 59
    • ζ) φρ. γίνομαι του νόμου = έρχομαι σε ηλικία ώστε να αναλάβω δημόσιο αξίωμα:
      • (Χρον. Μορ. P 8048
    • η) φρ. γίνομαι των πάντων = (προκ. για γυναίκα) γίνομαι κοινή γυναίκα:
      • (Ασσίζ. 43915
    • θ) φρ. γίνομαι άφαντος = εξαφανίζομαι:
      • (Ιστ. Βλαχ. 584
    • ι) φρ. γίνεται λόγος = γίνεται συζήτηση για κ.:
      • (Λίβ. Esc. 3884
    • ια) φρ. γίνομαι άνω κάτω, βλ. άνω κάτω Φρ. 2·
    • ιβ) φρ. του θανάτου γίνεται (κάπ.) = φτάνει στο σημείο κάπ. να πεθάνει από τη λύπη του:
      • (Πτωχολ. P 175
    • ιγ) φρ. γίνομαι εις συμπάθειαν = συμπαθώ κάπ.:
      • (Λίβ. P 2827
    • ιδ) φρ. γίνομαι έξω της ζωής = πεθαίνω:
      • (Ερμον. Λ 265
    • ιε) φρ. γίνομαι εξ ανθρώπων = πεθαίνω:
      • (Ψευδο-Σφρ. 15828
    • ιστ) φρ. άλλος εξ άλλου γίνομαι = αλλάζω ψυχική διάθεση, γίνομαι άλλος άνθρωπος·
      • αγανακτώ, «βγαίνω από τα ρούχα μου»:
        • (Διγ. Gr. 1788), (Προδρ. IV 43
    • ιζ) φρ. δεν ξεύρεις είντα γίνεσαι = δεν ξέρεις τι λες, «πέφτεις έξω»:
      • (Φορτουν. Γ´ 189
    • ιη) φρ. γίνομαι χαράς = γεμίζω από χαρά:
      • (Διγ. Z 2149
    • ιθ) φρ. γίνομαι εις πλήθος = πολλαπλασιάζομαι:
      • (Φυσιολ. (Legr.) 1092
    • κ) φρ. πυρ γίνομαι = (προκ. για ερωτικό πόθο) «ανάβω»:
      • (Διγ. Gr. 2284).
  • 5)
    • α) Είμαι, υπάρχω:
      • (Κυπρ. ερωτ. 314), (Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 50
    • β) (προκ. για καταγωγή) είμαι από κάπου, κατάγομαι:
      • (Λίβ. Sc. 2307
      • ουκ είπα πούποτε άνθρωπον το πόθεν εγενόμην (Λίβ. Sc. 1974
    • γ) ανήκω σε κάπ., είμαι κτήμα κάπ.:
      • πάντα όσα έχει εντέχεται να γίνουνται του αφεντός με το κείμενον (Ασσίζ. 4041).
  • 6) Ισχύω, επακολουθώ:
    • (Βακτ. αρχιερ. 135).
  • 7) (Προκ. για ψωμί) «ανεβαίνω», «φουσκώνω»:
    • γινάμενο ψωμί (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 168v).

[αρχ. γίνομαι - γίγνομαι (DGE). Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες