Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γέρος
5 εγγραφές [1 - 5]
γέρος (I) ο.
  • Γέρος:
    • Σα γέρος απορίχτηκες και δεν ψηφάς τη νιότη (Ερωτόκρ. Α´ 793).

[<αρχ. ουσ. γέρων. Η λ. στο Meursius και σήμ.]

γέρος (II) το.
  • Γεροντική ηλικία, γεράματα:
    • του γέρους … και της ασθενείας και της ενδείας (Σφρ., Χρον. 1946).

[<αρχ. ουσ. γήρος το (πβ. Psaltes 1913: 154-5) με επίδρ. του θ. γερ‑]

γερός, επίθ.
  • 1)
    • α) Υγιής:
      • είδα γερόν κι ερρώστησεν κι είδ’ αστενή να γιάνει (Φαλιέρ., Ρίμ. 198
    • β) σώος, αβλαβής:
      • έτρεμα μήπως και γερόν το ξύλον δεν με σύρει να φέρω τα τασσίματα (Αχέλ. 2368
    • γ) αβλαβής, άθικτος, ακέραιος:
      • δεν απόμεινεν γερό έξω και μέσα σπίτι (Σκλάβ. 174
      • κόκκαλον δεν απόμενεν γερόν (Διγ. Α 3153
    • δ) δυνατός, σφριγηλός, εύρωστος:
      • (Πεντ. Γέν. XLI 2
      • Απέθανεν η Χαβιαρού, … χοντρή, γεμάτη, γερή (Συναδ. φ. 90r).
  • 2) (Προκ. για τόπο) αμόλυντος, που έχει καθαρό αέρα:
    • (Βησσ., Επιστ. 2715).
  • 3) Φρ. είμαι γερός αποκάτω = δεν είμαι κίναιδος:
    • (Ιστ. Βλαχ. 2739).

[μτγν. επίθ. γερός (L‑S Suppl., DGE) <αρχ. υγιηρός. Η λ. και σήμ.]

γεροσύνη (I) η.
  • Γεράματα, γερατειά:
    • τα μάτια του Ισραέλ εβάρυναν από γεροσύνη, δεν ήμπορε να ιδεί (Πεντ. Γέν. XLVIII 10).

[<ουσ. γέρος + κατάλ. σύνη]

γεροσύνη (II) η,
βλ. ιεροσύνη.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες