Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γέμισμα
1 εγγραφή
γέμισμα το.
  • 1) Πληρότητα:
    • Να εγνωρίσετε την αγάπην του Χριστού …, διά να γεμισθείτε εις όλον το γέμισμα του Θεού (Χριστ. διδασκ. 111).
  • 2) Το σύνολο:
    • μη σπείρεις το αμπέλι σου δίλογο, πρόσποτε να αγιάσει το γέμισμα ο σπόρος ος να σπειρίσεις (Πεντ. Δευτ. XXII 9).

[<αόρ. του γεμίζω + κατάλ. μα. Η λ. στον Ησύχ. (λ. γέμος) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες