Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γέμα
4 εγγραφές [1 - 4]
γέμα(ν) το,
βλ. γεύμα(ν).
γεμάτα, επίρρ.
  • Δυνατά, ισχυρά, με όλη τη δύναμη:
    • επολέμα γεμάτα (Χρον. σουλτ. 11721).

[<επίθ. γεμάτος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

γεματίζω,
βλ. γευματίζω.
γεμάτος, επίθ.· γιομάτος.
  • 1)
    • α) Γεμάτος:
      • ο αέρας ήταν εύμορφος, γεμάτος μυρωδίαν (Διγ. Άνδρ. 37517
      • Έλαμπεν ουρανός τ’ άστρη γεμάτος (Βοσκοπ. 145
    • β) ολοκληρωμένος:
      • ο όρκος γίνεται με την χαράν γεμάτη (Ιστ. Βλαχ. 1440
    • γ) (προκ. για το φεγγάρι) ολόγιομο, πανσέληνος:
      • (Ερωτόκρ. Β´ 309
    • δ) (προκ. για άνθος) θαλερός:
      • (Διγ. Α 1557).
  • 2)
    • α) (Προκ. για πρόσωπο) ευτραφής, «γεμάτος»:
      • (Συναδ. φ. 22v
    • β) (προκ. για πράγματα) παχύς:
      • μεσότοιχον … μακρόν, ψηλόν, γεμάτο (Παϊσ., Ιστ. Σινά 469).
  • 3) Σφοδρός, δυνατός:
    • τον Αχιλλέαν έδωκεν γεμάτην κονταρέαν (Αχιλλ. O 568).

[<γέμω + κατάλ. άτος. Ο τ. στο Meursius και σήμ. Η λ. τον 8.-10. αι. (LBG), στο Meursius (ο) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες