Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γέλιον το· γέλιο.
-
- 1) Γέλιο:
- (Πανώρ. Δ´ 283).
- 2) Χαρά, ευτυχία:
- είπεν η Σάρα: «Γέλιο έκαμεν εμέν ο Θεός» (Πεντ. Γέν. XXI 6).
- 3) Περίγελως, εμπαιγμός, κοροϊδία:
- του Έρωτα εγενήκασι παιγνίδι του και γέλιο (Ερωτόκρ. Α´ 280).
[<γελώ + κατάλ. ‑ιον. Ο τ. και σήμ. Η λ. τον 11. αι. (LBG, ‑οι‑)]
- 1) Γέλιο: