Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γάτος ο.
-
– Βλ. και κάτος.
- Γάτος:
- (Γαδ. διήγ. 259).
[<ουσ. κάτος κατά το γάτα ή <βεν. gato (Kahane, GR II 114). Η λ. σε σχόλ. (LBG, λ. γάττα), στο Meursius και σήμ.]
- Γάτος: