Επιτομή Λεξικού Κριαρά
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γάτα η.
-
– Βλ. και κάτα.
- Γάτα:
- σαν γάτες με ποντίκι (Διγ. O 2618).
[<μεσν. λατ. gatta (LBG, λ. ‑ττ‑)· πβ. βεν. gata (Kahane, GR II 114). Η λ. τον 11. αι. (LBG), στο Du Cange και σήμ.]
- Γάτα:
- γατάνι(ν) το,
- βλ. γαϊτάνιν.
- γατανίτσι(ν) το,
- βλ. γαϊτανίτσι(ν).
- γατανόφρυδος, επίθ.,
- βλ. γαϊτανόφρυδος.