Επιτομή Λεξικού Κριαρά
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βύθος το.
-
- 1) (Προκ. για νερό) βυθός:
- το βύθος της θαλάσσης (Ασσίζ. 29924).
- 2) Βάθος:
- (Πικατ. 198).
- 3) Λήθαργος, νάρκη:
- εχάθηκε στου πόνου της το βύθος (Ερωτόκρ. Ε´ 966).
- 4) Φρ.
- α) βάνω ή βάλλω στα βύθη = βυθίζω:
- (Αχέλ. 388)·
- β) διαβαίνω εις τα βύθη = εξαφανίζομαι:
- (Αχέλ. 1177)·
- γ) μπαίνω εις βύθος κινδύνων = κινδυνεύω:
- (Παλαμήδ., Βοηβ. Προς Αναγν. 34)·
- δ) βυθίζομαι στα βύθη = χάνομαι:
- (Σκλάβ. 226)·
- ε) πηγαίνω μέσα στα βύθη του Άδη = σκοτώνομαι:
- (Διγ. O 278).
- α) βάνω ή βάλλω στα βύθη = βυθίζω:
[<βυθίζω κατά το βάθος. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) (Προκ. για νερό) βυθός:
- βυθός ο.
-
- Βυθός, πυθμένας:
- (Φυσιολ. (Legr.) 505)·
- (σε μεταφ.):
- μη καταβαπτίζεσθαι βυθῴ της αγνωσίας (Γλυκά, Στ. 7).
[αρχ. ουσ. βυθός. Η λ. και σήμ.]
- Βυθός, πυθμένας: