Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βροχερός
1 εγγραφή
βροχερός, επίθ.
  • (Προκ. για χρονική περίοδο) βροχερός:
    • (Ερωτόκρ. Γ´ 1682 κριτ. υπ).

[<ουσ. βροχή + κατάλ. ερός. Η λ. το 12. αι. (LBG) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες