Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βροντόφωνος, επίθ.· θηλ. βροντοφώνη.
-
- Που έχει βροντώδη φωνή:
- γλώσσαν βροντοφώνην (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 266).
[<ουσ. βροντή + φωνή. Η λ. τον 5. αι. και σήμ.]
- Που έχει βροντώδη φωνή: