Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βροντή
2 εγγραφές [1 - 2]
βροντή η.
  • 1) Ο ισχυρός κρότος που συνοδεύει την αστραπή και τον κεραυνό:
    • (Ζήν. Ε´ 15
    • (σε μεταφ.):
      • τα δάκρυα του είχεν ποταμούς, βροντάς τους στεναγμούς του (Λίβ. Esc. 3804).
  • 2) Κάθε ισχυρός κρότος:
    • Φωνές, βροντές και μπαλοτιές, άνθρωπος να δακρύσει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1703).

[αρχ. ουσ. βροντή. Η λ. και σήμ.]

βροντηδόν, επίρρ.
  • Βροντερά, δυνατά:
    • βροντηδόν αναστενάζων (Ερμον. Ξ 105b).

[μτγν. επίρρ. βροντηδόν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες