Επιτομή Λεξικού Κριαρά
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βροντή η.
-
- 1) Ο ισχυρός κρότος που συνοδεύει την αστραπή και τον κεραυνό:
- (Ζήν. Ε´ 15)·
- (σε μεταφ.):
- τα δάκρυα του είχεν ποταμούς, βροντάς τους στεναγμούς του (Λίβ. Esc. 3804).
- 2) Κάθε ισχυρός κρότος:
- Φωνές, βροντές και μπαλοτιές, άνθρωπος να δακρύσει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1703).
[αρχ. ουσ. βροντή. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ο ισχυρός κρότος που συνοδεύει την αστραπή και τον κεραυνό:
- βροντηδόν, επίρρ.
-
- Βροντερά, δυνατά:
- βροντηδόν αναστενάζων (Ερμον. Ξ 105b).
[μτγν. επίρρ. βροντηδόν]
- Βροντερά, δυνατά:
- βροντίζω.
-
- Μπουμπουνίζω, κάνω θόρυβο σαν της βροντής:
- (Κρασοπ. AO 29).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = πολύ δυνατός, βροντερός:
- φωνήν … βροντισμένην (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1095]).
[<αόρ. του βροντώ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Μπουμπουνίζω, κάνω θόρυβο σαν της βροντής:
- βροντισμός ο.
-
- 1) Βροντή:
- ως ήκουσεν τους βροντισμούς … σ’ αυτήν την καταπόντισην (Χούμνου, Κοσμογ. 1137).
- 2) Μεγάλος κρότος, ισχυρός θόρυβος:
- Δεν έπαυαν οι λουμπαρδιές … να ρίκτουν βόλια στα Χανιά με βροντισμόν μεγάλον (Διακρούσ. 7914).
[<αόρ. του βροντίζω + κατάλ. ‑μός. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ‑ημός)]
- 1) Βροντή:
- βροντιστός, επίθ.
-
- Χτυπημένος από κεραυνό (κατά Hesseling, Πεντ., σ. 423 από εσφαλμ. μετάφρ. εβρ. λ. αντί «χτυπημένος από χαλάζι, συνεκδ. κατάστικτος»):
- τα βαρβάτα … κουκκωτά και βροντιστά (Πεντ. Γέν. XXXI 10).
[<βροντίζω]
- Χτυπημένος από κεραυνό (κατά Hesseling, Πεντ., σ. 423 από εσφαλμ. μετάφρ. εβρ. λ. αντί «χτυπημένος από χαλάζι, συνεκδ. κατάστικτος»):
- βροντοκούδουνον το.
-
- Βροντερό κουδούνι:
- με βροντοκούδουνα πολλά και άλλας ευμορφίας (Διήγ. παιδ. 763).
[<βροντώ + ουσ. κουδούνι. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (‑ο) με διαφορ. σημασ.]
- Βροντερό κουδούνι:
- βροντοκτυπώ.
-
- Θορυβώ:
- (Πικατ. 190).
[<βροντώ + κτυπώ]
- Θορυβώ:
- βροντόλαλος, επίθ.
-
- Που έχει βροντερή φωνή:
- (Στάθ. Α´ 171).
[<ουσ. βροντή + λαλιά. Η λ. και σήμ.]
- Που έχει βροντερή φωνή:
- βροντοσεισμολόγιον το.
-
- Βιβλίο μαντικής που βασίζεται στα φυσικά φαινόμενα (κεραυνούς και σεισμούς):
- (Κώδ. Πάτμου I 163).
[<συμφ. των ουσ. βροντολόγιον + σεισμολόγιον. Η λ. στο LBG]
- Βιβλίο μαντικής που βασίζεται στα φυσικά φαινόμενα (κεραυνούς και σεισμούς):
- βροντοφόρος, επίθ.
-
- Που φέρνει τη βροντή:
- του βροντοφόρου του Διός είσαι αστροπελέκι (Ζήν. Γ´ 61).
[<ουσ. βροντή + ‑φόρος. Η λ. τον 9. αι. (LBG)]
- Που φέρνει τη βροντή: