Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρομόπαπον
1 εγγραφή
βρομόπαπον το.
  • (Υβριστ.) βρόμικο παπί:
    • (Πουλολ. ΑΖ 36).

[<ουσ. βρόμα + παπί]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες