Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βραχιόλι(ν) το.
-
- Κόσμημα του χεριού, βραχιόλι:
- χυμευτά βραχιόλια (Αχιλλ. N 809).
[<μτγν. ουσ. βραχιάλιον <λατ. brachiale (βλ. L‑S, LBG) με επίδρ. των ουσ. βραχιώνιον, βραχίων. Η λ. (‑ιον) τον 6. αι. και σήμ. (‑ι) ]
- Κόσμημα του χεριού, βραχιόλι: