Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρασμός
1 εγγραφή
βρασμός ο.
  • 1) Αναταραχή:
    • (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 529).
  • 2) Καημός, στενοχώρια:
    • της ψυχής μου τον βρασμόν (Λίβ. P 2149· Πανώρ. Ε´ 134).

[μτγν. ουσ. βρασμός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες