Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βούλχας
1 εγγραφή
βούλχας ο.
  • Άλογο:
    • (Διγ. Gr. 2921).

[<ουσ. βούρχας ή βόρχας (LBG) <μτγν. βούριχος (DGE, LBG) <λατ. burrichus. Βλ. και βόρχα, ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες