Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βούλχας ο.
-
- Άλογο:
- (Διγ. Gr. 2921).
[<ουσ. βούρχας ή βόρχας (LBG) <μτγν. βούριχος (DGE, LBG) <λατ. burrichus. Βλ. και βόρχα, ‑ος]
- Άλογο:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. βούρχας ή βόρχας (LBG) <μτγν. βούριχος (DGE, LBG) <λατ. burrichus. Βλ. και βόρχα, ‑ος]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |