Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βούλησις
2 εγγραφές [1 - 2]
βούλησις (I) η.
  • Θέληση, επιθυμία:
    • εις ορισμόν και βούλησιν του ρηγός υποκλίθη (Κορων., Μπούας 59).

[αρχ. ουσ. βούλησις. Η λ. και σήμ. (η)]

βούλησις (II) η.
  • Βούλιαγμα, καταβύθιση, εξαφάνιση (από σεισμό):
    • ο Κύριος … την Κρήτην εισε βούλησιν να φέρει (Σκλάβ. 224).

[<βουλώ + κατάλ. σις. Η λ. στο Somav.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες