Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βουνόν το· βουνό.
-
- Βουνό:
- (Λίβ. Sc. 1592)·
- (σε μεταφ.):
- να εύρεις δάκρυα ποταμούς, βουνά τρανά τας θλίψεις (Λόγ. παρηγ. L 130).
[<αρχ. ουσ. βουνός. Ο τ. και σήμ. Η λ. τον 11. αι. (LBG) και σήμ. ιδιωμ.]
- Βουνό: