Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βουνάκι
1 εγγραφή
βουνάκι το.
  • 1) Μικρό βουνό:
    • (Διήγ. ωραιότ. 329).
  • 2) Βουνό (θωπευτ.):
    • εισέ ψηλό βουνάκι (Θυσ. 520).

[<ουσ. βουνόν + κατάλ. άκι. Τ. ιν το 13. αι. (Caracausi). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες