Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βουλγαροαναθρεμμένος
1 εγγραφή
βουλγαροαναθρεμμένος, μτχ. επίθ.· βουργαροαναθρεμμένος.
  • Που έχει ανατροφή και τρόπους βουλγαρικούς:
    • (Πουλολ. 624 κριτ. υπ).

[<εθν. Βούλγαρος + μτχ. παρκ. του αναθρέφω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες