Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βουλγία
1 εγγραφή
βουλγία η· βούργια.
  • Σακίδιο:
    • (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. ς´ 8).

[<μεσν. λατ. bulgia. Ο τ., κ.ά. σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. βούρgα). Η λ. σε σχόλ. (LBG)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες