Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βουλγία η· βούργια.
-
- Σακίδιο:
- (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. ς´ 8).
[<μεσν. λατ. bulgia. Ο τ., κ.ά. σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. βούρgα). Η λ. σε σχόλ. (LBG)]
- Σακίδιο:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<μεσν. λατ. bulgia. Ο τ., κ.ά. σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. βούρgα). Η λ. σε σχόλ. (LBG)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |