Epitome of the Kriaras Dictionary

Go

Search options

Basket

Results for: βοσκός
1 item total
βοσκός ο.
  • 1) Βοσκός:
    • με περίσσα ευγενικούς βοσκούς γυρίζ’ ομάδι (Πανώρ. Πρόλ. 45).
  • 2) Αρχηγός:
    • ευχαρίζομαί σας πως … θέλετέ με δια βοσκόν σας (Μαχ. 38429).

[μτγν. ουσ. βοσκός. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go