Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βολετός
1 εγγραφή
βολετός, επίθ.· βουλετός.
  • 1) Εύκολος, κατορθωτός:
    • τόσον πάσχει (ενν. η Παναγία) … ότι να ήτον βουλετόν να μην κολαστεί κανένας χριστιανός (Συναδ. φ. 142ν).
  • 2) Βολικός:
    • όμως δεν ήτον βολετός να αγροικήσει (Σουμμ., Ρεμπελ. 168).

[<βολεί (βλ. ά. ώ). Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Du Cange και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες