Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βολά η.
-
- (Επιρρ.)
- α) (Σε αιτιατ. με αριθμητ. ή ποσοτικό επίθ.) μία ή περισσότερες φορές:
- Μια … βολά να μου γροικήσεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [299])·
- β) (σε αιτιατ. με το αριθμητ. μία) κάποτε:
- αν η νιότης μια βολά διαβεί (αυτ. Γ´ [699]).
- α) (Σε αιτιατ. με αριθμητ. ή ποσοτικό επίθ.) μία ή περισσότερες φορές:
[<ουσ. βολή. Η λ. στο Du Cange (‑λαί) και σήμ. ιδιωμ.]
- (Επιρρ.)