Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βλεπάτορας ο.
-
- Φρουρός, φύλακας:
- μπιστικός βλεπάτορας (Ερωτόκρ. Δ´ 532).
[<βλέπω + κατάλ. ‑άτορας· πβ. βιγλάτορας. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Φρουρός, φύλακας:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<βλέπω + κατάλ. ‑άτορας· πβ. βιγλάτορας. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |