Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βλαττίν
1 εγγραφή
βλαττίν το· βλαντί· βλαντίν· βλαττίον.
  • Πολυτελές μεταξωτό ύφασμα, συν. πορφυρό, και συνεκδ. ένδυμα ή κάλυμμα από αυτό:
    • έδωκεν εις την μονήν … σαραντάσημον βλαττίν (Προδρ. IV 99
    • βλαττία, ήτοι εμπροστάλια των αγίων εικόνων (Κώδ. Πάτμου I 33).

[<ουσ. βλάττιον (6. αι., DGE, λ. ιος), ουδ. του επιθ. βλάττιος (6. αι., DGE, <ουσ. βλάττα) ως ουσ. Η λ. στο LBG (λ. ίον) και σήμ. (βλατί)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες