Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βλαστάρι το.
-
- 1)
- α) Νέος βλαστός φυτού:
- Έχασα σένα τον υιόν, οπού ’σουν σαν βλαστάρι (Αιτωλ., Βοηβ. 126)·
- β) (μεταφ.) δημιούργημα:
- να μην ανοίξουσι (ενν. τα αρχοντικά κλωνάρια) της ευγενειάς βλαστάρια (Ζήν. Β´ 144).
- α) Νέος βλαστός φυτού:
- 2) Τέκνο:
- του Ιεσσαί βλαστάρι (Σκλέντζα, Ποιήμ. 717).
[<ουσ. βλαστός + κατάλ. ‑άρι. Τ. ‑ιον στο ΕΜ (L‑S)· βλ. και LBG. Η λ. και σήμ.]
- 1)