Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βλέψις
1 εγγραφή
βλέψις η· βλέψη.
  • 1)
    • α) Το να βλέπει κανείς, όραση:
      • θηρία … διάφορα προς βλέψιν (Βίος Αλ. 5594
    • β) βλέμμα:
      • Γλυκύ θέλ’ εύρει φαγητόν η βλέψις μου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [37]).
  • 2) Ικανότητα όρασης, αντίληψης:
    • ο άνθρωπος, απὄχει νουν και βλέψη (Φαλιέρ., Λόγ. 139).

[μτγν. ουσ. βλέψις. Ο τ. σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες