Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιόλα
2 εγγραφές [1 - 2]
βιόλα (I) η.
  • Ίον, μενεξές:
    • Στες βιόλες δείχνει ανάμεσα ρόδον (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [130]
    • (μεταφ., σε προσφών.):
      • ω βιόλα μου παμφούμιστη (Διακρούσ. 9825).

[<ιταλ. viola. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

βιόλα (II) η.
  • Μουσικό όργανο παρόμοιο με βιολί:
    • τρουμπέτες, βιόλες, μπίφαρα (Διήγ. Βελ. χ 274).

[<ιταλ. viola. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες