Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιδέλο
1 εγγραφή
βιδέλο το.
  • Μοσχάρι:
    • ένα μερί βιδέλο (Φορτουν. Ε´ 69).

[<βεν. vedelo. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες